ξεζεύ(γ)ω

ξεζεύ(γ)ω
(αόρ. (ε)ξέζεψα) μετ. распрягать;

ξεζεύ(γ)ω τα άλογα — распрягать, выпрягать лошадей;

ξεζεύ(γ)ομαι — распрягаться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεζεύ(γ)ω" в других словарях:

  • ξεζεύ(γ)ω — (Μ ξεζεύω) βγάζω τον ζυγό, ελευθερώνω υποζύγιο από τον ζυγό («ξέζεψε τα βόδια από το αλέτρι») μσν. (για συζύγους) διαλύω τον γάμο, χωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζεύ(γ)ω] …   Dictionary of Greek

  • ξέζεμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεζεύ(γ)ω, απόζευξη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»